- ελιξοκερως
- ἑλιξόκερωςἑλιξό-κερως-ωτος adj. с завитыми рогами
(κριός Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κριός Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ελιξόκερως — ἑλιξόκερως, ο, η (Α) αυτός που έχει στριφτά κέρατα … Dictionary of Greek
ἑλιξόκερως — ἑλιξόκερω̆ς , ἑλιξόκερως with crumpled horns masc/fem nom pl ἑλιξόκερω̆ς , ἑλιξόκερως with crumpled horns masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek